- ορνιθοτρόφος
- οαυτός που τρέφει πουλερικά: Οι ορνιθοτρόφοι ζητούν δάνεια για τη βελτίωση των εγκαταστάσεών τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ορνιθοτρόφος — ο (Α ὀρνιθοτρόφος, ον) (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοτρόφος άτομο που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, πτηνοτρόφος αρχ. αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και την αναπαραγωγή ορνίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος + τρόφος (< τρέφω),… … Dictionary of Greek
ὀρνιθοτρόφος — ὀρνῑθοτρόφος , ὀρνιθοτρόφος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνιθοτροφώ — ὀρνιθοτροφῶ, έω (Μ) [ορνιθοτρόφος] εκτρέφω όρνιθες, είμαι ορνιθοτρόφος … Dictionary of Greek
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
αλεκτρυονοτρόφος — ἀλεκτρυονοτρόφος, ο (Α) ο ορνιθοτρόφος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλεκτριών όνος + τρόφος < τρέφω] … Dictionary of Greek
ορνιθοτροφία — η (Α ὀρνιθοτροφία) [ορνιθοτρόφος] εκτροφή και αναπαραγωγή ορνίθων και άλλων κατοικίδιων πτηνών νεοελλ. 1. κλάδος τής ζωοτεχνίας ο οποιος έχει ως αντικείμενο την επιστημονική εκτροφή τών ορνίθων και άλλων πουλερικών με σκοπό την οικονομική… … Dictionary of Greek
ορνιθοτροφείο — το (Α ὀρνιθοτροφεῑον) [ορνιθοτρόφος] τόπος όπου εκτρέφονται όρνιθες|| νεοελλ. χώρος ή κτήριο το οποίο προορίζεται για την εγκατάσταση και την εκτροφή πουλερικών σε μεγάλη κλίμακα, πτηνοτροφείο … Dictionary of Greek
ορνιθοτροφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορνιθοτροφία, πτηνοτροφικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορνιθοτρόφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek
ὀρνιθοτρόφοι — ὀρνῑθοτρόφοι , ὀρνιθοτρόφος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)